συναύξω

συναύξω
Α
βλ. συναυξάνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αυξάνω — και αυξαίνω και αξαίνω και αύξω (AM αὐξάνω και αὔξω, Μ και αὐξαίνω και ἀξαίνω) 1. (μτβ.) μεγαλώνω κάτι, το κάνω περισσότερο από όσο ήταν, το πολλαπλασιάζω 2. (αμτβ. με σημ. μέσ.) γίνομαι περισσότερος ή μεγαλύτερος, πληθαίνω, πολλαπλασιάζομαι αρχ …   Dictionary of Greek

  • συναυξάνω — ΜΑ, και αττ. τ. ξυναυξάνω και συναύξω και ξυναύξω και συναέξομαι Α [αὐξάνω] βοηθώ στην αύξηση ενός πράγματος («τὴν ὑπάρχουσαν ὁμόνοιαν... ἐπὶ πλεῑον συναύξησε», επιγρ.) αρχ. 1. αυξάνω κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο 2. συνεκδ. παρουσιάζω ως… …   Dictionary of Greek

  • συναυξητικός — ή, όν, Α [συναύξω] αυτός που έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να αυξάνεται ταυτόχρονα με άλλον …   Dictionary of Greek

  • συναύξημα — τὸ, Α [συναύξω] η επί πλέον αύξηση, επαύξηση …   Dictionary of Greek

  • συναύξησις — ήσεως, ἡ, Α [συναύξω / ομαι] 1. το να αυξάνεται κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο («συναύξησις τῶν ὀστέων», Ιπποκρ.) 2. αύξηση 3. (σχετικά με αρρώστιες) επιδείνωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”